περιβόητος

περιβόητος
-η, -ο / περιβόητος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. περιβόατος Α [περιβοώ]
αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, που η φήμη του έχει φθάσει μακριά και τόν γνωρίζουν όλοι, περιώνυμος, περιλάλητος, ονομαστός, ξακουστός
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «περιβόητος, ὁ ἐπὶ κακοῡ ἢ ἀγαθοῡ φήμην ἔχων»
2. (κυρίως για κακή φήμη) διαβόητος
3. αυτός που περικυκλώνεται από φωνές, ταραχές
4. (ως επίθ. τού Άρεως) αυτός που προκαλεί δυνατή βοή.
επίρρ...
περιβοήτως Α
κατά τρόπο περιβόητο, διαβόητο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιβόητος — noised abroad masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβόητος — η, ο ξακουστός, ονομαστός: Η περιβόητη υπόθεση, δίκη, μάχη κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιβοητότερον — περιβόητος noised abroad adverbial comp περιβόητος noised abroad masc acc comp sg περιβόητος noised abroad neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοητότατα — περιβόητος noised abroad adverbial superl περιβόητος noised abroad neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοήτως — περιβόητος noised abroad adverbial περιβόητος noised abroad masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβόητον — περιβόητος noised abroad masc/fem acc sg περιβόητος noised abroad neut nom/voc/acc sg περιβοάω defame pres imperat act 2nd dual περιβοάω defame pres ind act 3rd dual περιβοάω defame pres ind act 2nd dual περιβοάω defame imperf ind act 2nd dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοητότερος — περιβόητος noised abroad masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοήτοις — περιβόητος noised abroad masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοήτου — περιβόητος noised abroad masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοήτους — περιβόητος noised abroad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”